- ψευδοπροφῆται
- ψευδοπροφήτηςfalsemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδοδιδάσκαλος — ὁ, ΜΑ δόλιος δάσκαλος, άτομο που σκόπιμα εμφανίζει το ψέμα σαν αλήθεια («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + διδάσκαλος] … Dictionary of Greek
ψευδόχριστος — ο, ΝΜΑ ψεύτικος Χριστός, άτομο που εμφανίζεται ως Χριστός («ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῑα μεγάλα», ΚΔ) μσν. αρχ. ο ψευδοχριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Χριστός] … Dictionary of Greek